ευφρόσυνο

ευφρόσυνο
sevinçli, sevinç veren

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγχαρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά τού άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που τού… …   Dictionary of Greek

  • ευφρόσυνος — η, ο αυτός που δίνει τη χαρά, χαροποιός: Ευφρόσυνο άγγελμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”